- ταννίνες
- Οργανικές δεψικές ύλες, πολύ διαδεδομένες στο φυτικό βασίλειο. Οι ύλες αυτές είναι μικρής όξινης αντίδρασης, έχουν δε το κοινό γνώρισμα όταν ενωθούν με άλατα που προέρχονται από το οξείδιο του σιδήρου, να παρέχουν σκοτεινές γαλαζόμαυρες ή πρασινόμαυρες αποχρώσεις και να καθιζάνουν με διάλυμα κόλλας. Από τις ύλες αυτές, μόνο μία βρίσκεται στο εμπόριο, το γαλλοδεψικό οξύ, γι’ αυτό, όταν αναφέρονται οι τ., συνήθως υπονοούνται μόνο αυτές. Οι τ. έχουν την ιδιότητα να εμποδίζουν τη σήψη της βύρσης των ζώων. Οι ύλες αυτές προέρχονται από τους φλοιούς της ακακίας, τα φύλλα του φυτού σουμάκ και από διάφορους καρπούς, όπως τα βαλανίδια. Η παρασκευή τους γίνεται, όταν το προϊόν δεν είναι καθαρό, με εκχύλιση νερού με αλκοόλη. Όταν είναι καθαρότερο, η εκχύλιση γίνεται και με αιθέρα. Οι τ. χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική. Γνωστή, για παράδειγμα, είναι η φαρμακευτική τ. που προέρχεται από εκχύλισμα κηκίδων. Χρησιμοποιούνται επίσης και στην παρασκευή μελανιού, στη δεψική, στην οινοποιία και στη φωτογραφική. Το κρασί περιέχει τ. οι οποίες προέρχονται κυρίως από τα στράφυλα. Τα κόκκινα κρασιά περιέχουν μάλιστα δεκαπλάσιο περίπου ποσό τ. από όσο τα λευκά κρασιά. Τέλος, όταν η τ. ενωθεί με το ιώδιο, παρέχει ένα ιωδιοταννικό σύμπλοκο, από το οποίο παρασκευάζεται το ιωδιοταννικό σιρόπι και το ιωδιοταννικό κρασί, που χρησιμοποιούνται ως τονωτικά φάρμακα. Η τ. χρησιμοποιείται εξωτερικά και για τα εγκαύματα.
Dictionary of Greek. 2013.